Copyright © Terry Pratchett 1993
Ήταν μια όμορφη καλοκαιριάτικη μέρα, μια από αυτές που κάνουν έναν άνθρωπο να χαίρεται την ζωή του. Κι αυτός ο άνθρωπος μάλλον θα χαιρόταν την ζωή του. Ήταν όμως νεκρός. Θα ήταν πολύ δύσκολο να είναι κανείς πιο νεκρός από αυτόν χωρίς ειδική εκπαίδευση.
«Εντάξει», είπε ο υπαστυνόμος Κόλον (αστική φρουρά του Ανκ-Μόρπορκ, νυχτερινή βάρδια), αφού συμβουλεύτηκε το σημειωματάριό του, «ως αιτία θανάτου έχουμε δηλαδή μέχρι τώρα: α) ξυλοδαρμό με τουλάχιστον ένα αμβλύ εργαλείο, β) στραγγαλισμό με αλυσίδα από λουκάνικα και γ) δαγκώματα από τουλάχιστον δύο ζώα με μεγάλα κοφτερά δόντια. Λοιπόν, τι κάνουμε τώρα, Νόμπι;»
«Συλλαμβάνουμε τον ύποπτο, υπαστυνόμε», είπε ο αστυφύλακας Νόμπς, και χαιρέτησε ζωηρά.
«Ύποπτο, Νόμπι;»
«Αυτόν», είπε ο Νόμπι, και σκούντηξε το πτώμα με την μπότα του. «Το να είναι κανείς τόσο νεκρός θα το έλεγα πολύ ύποπτο. Πρέπει να ήπιε κιόλας. Θα μπορούσαμε να τον βάλουμε μέσα για την νεκρότητα και την ακαταστασία του».
Ο Κόλον έξυσε το κεφάλι του. Η σύλληψη ενός νεκρού θα είχε, βέβαια, κάποια πλεονεκτήματα, αλλά...
«Πιστεύω», είπε σιγανά, «πως ο ταξίαρχος Κότσια θα θέλει να ξεκαθαρίσει αυτή η υπόθεση. Καλύτερα να κάνεις αναφορά στο αρχηγείο».
«Μπορούμε να φάμε τα λουκάνικα μετά, υπαστυνόμε;», είπε ο αστυφύλακας Νόμπς.
Δεν είναι εύκολο να είσαι ο ανώτατος αστυνομικός στο Ανκ-Μόρπορκ, τη μεγαλύτερη από τις πόλεις του Δισκόκοσμου.[*].
Στις πιο μελαγχολικές του στιγμές, ο ταξίαρχος Κότσια συλλογιζόταν πως έπρεπε να υπάρχουν κόσμοι χωρίς μάγους (που έκαναν το μυστήριο της κλειδωμένης πόρτας καθημερινό) ή ζωντανούς-νεκρούς (οι υποθέσεις δολοφονίας ήταν πραγματικά περίεργες, όταν το θύμα ήταν και ο βασικός μάρτυρας), και στους οποίους ήσουν σίγουρος, πως τα σκυλιά θα κοιμόντουσαν την νύχτα και δεν θα έβγαιναν έξω να κουβεντιάσουν με τον κόσμο. Ο ταξίαρχος Κότσια πίστευε στην λογική, όπως ένας άνθρωπος στην έρημο πιστεύει στον πάγο, με άλλα λόγια ήταν κάτι που το χρειαζόταν πάρα πολύ μόνο που αυτός δεν ήταν ο κατάλληλος κόσμος γι" αυτό. Σκεφτόταν πως θα ήταν ωραίο, έστω και μόνο μια φορά, να λύσει μια υπόθεση.
Έβλεπε το πτώμα με το μελανιασμένο πρόσωπο στο τραπέζι του νεκροτομείου και ένοιωθε μια σπίθα έξαψης. Υπήρχαν ενδείξεις. Ποτέ δεν είχε ξαναδεί αληθινές ενδείξεις.
«Δε μπορεί να ήταν ληστής, ταξίαρχε», είπε ο υπαστυνόμος Κόλον, «επειδή οι τσέπες του ήταν γεμάτες με λεφτά. Έντεκα Δολάρια».
«Αυτό δεν θα το έλεγα γεμάτες», είπε ο ταξίαρχος Κότσια.
«Ήταν όλα πένες και μισές πένες, κύριε. Περίεργο που κράτησαν τα παντελόνια του όλο αυτό το βάρος. Κι ανακάλυψα με την εξυπνάδα μου ότι πρόκειται για καλλιτέχνη, κύριε. Είχε αυτές τις κάρτες στην τσέπη του, κύριε. "Τσας Νανάκιας, Παιδική Ψυχαγωγία"».
«Υποθέτω, πως κανείς δεν είδε τίποτα, ε;», είπε ο Κότσια.
«Κύριε», είπε ο υπαστυνόμος Κόλον, προσπαθώντας να βοηθήσει, «είπα στον δόκιμο Καρότο να βρει μάρτυρες».
«Έστειλες τον δόκιμο Καρότο για έρευνα δολοφονίας; Μόνο του;», είπε ο Κότσια.
Ο υπαστυνόμος έξυσε το κεφάλι του.
«Εμένα με ρώτησε, αν ξέρω κάποιον πολύ ηλικιωμένο και σοβαρά άρρωστο».
Υπάρχει, λοιπόν, στο μαγικό Δισκόκοσμο ένας εγγυημένος μάρτυρας για κάθε ανθρωποκτονία. Αυτή είναι η δουλειά του.
Πολλοί πίστευαν, πως ο δόκιμος Καρότο, το πιο καινούριο μέλος της φρουράς, ήταν απλός. Μα ήταν. Ήταν εξαιρετικά απλός, αλλά με τον ίδιο τρόπο, που είναι απλό ένα σπαθί ή μία ενέδρα. Και επίσης, ήταν μάλλον ο άνθρωπος με τις πιο ορθολογιστικές σκέψεις του κόσμου.
Περίμενε δίπλα στο κρεβάτι ενός γέρου, ο οποίος απολάμβανε την παρέα του, και τώρα ήρθε η ώρα να βγάλει το σημειωματάριό του.
«Μα ξέρω, πως είδατε κάτι, κύριε», είπε, «αφού ήσασταν εκεί».
ΜΜΜ, ΝΑΙ, είπε ο Χάρος. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΕΚΕΙ, ΞΕΡΕΙΣ. ΑΛΛΑ ΑΥΤΟ ΕΔΩ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΟΛΟΥ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟ .
«Βλέπετε, κύριε», είπε ο δόκιμος Καρότο, «όπως βλέπω εγώ τον νόμο, είσαστε "Συνεργός εκ των Υστέρων", ή ίσως, "Ηθικός Αυτουργός"».
ΕΙΜΑΙ Η ΔΡΑΣΗ, ΝΕΑΡΕ.
«Κι εγώ είμαι προστάτης του Νόμου», είπε ο Καρότο. «Ξέρετε, πρέπει να υπάρχει νόμος».
ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΤΑ ΦΤΥΣΩ, ΝΑ ΤΑ ΞΕΡΑΣΩ, ΝΑ ΚΕΛΑΗΔΗΣΩ ΣΑΝ ΠΟΥΛΑΚΙ; ΟΧΙ, ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΝΑΝΑΚΙΑ. ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΕ ΒΟΗΘΗΣΩ.
«Μμμ, δεν ξέρω, κύριε», είπε ο Καρότο. «Μάλλον το κάνατε ήδη».
ΓΑΜΩΤΟ
Ο Χάρος έβλεπε τον Καρότο να φεύγει, σκύβοντας το κεφάλι του καθώς κατέβαινε τις σκάλες της καλύβας.
ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ. ΤΙ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΚΑΝΩ;
«Συγνώμη», είπε ο ρυτιδωμένος γέρος στο κρεβάτι. «Είμαι 107 χρόνων, ξέρετε. Δεν έχω και πολύ χρόνο».
ΑΑΑ, ΜΑ ΝΑΙ, ΒΕΒΑΙΑ.
Ο Χάρος ακόνισε το δρεπάνι του. Ήταν η πρώτη φορά, που βοήθησε στις αστυνομικές έρευνες. Αλλά πάλι, ο καθένας έχει την δουλειά του.
Ο δόκιμος Καρότο σουλατσάριζε τους δρόμους την πόλης. Είχε μια Θεωρία. Είχε διαβάσει κάποιο βιβλίο για Θεωρίες. Συνθέτεις όλες τις ενδείξεις και καταλήγεις στην Θεωρία. Όλα έπρεπε να μπουν στη θέση τους.
Υπήρχαν λουκάνικα. Κάποιος έπρεπε να αγοράσει λουκάνικα. Υπήρχαν και πένες. Συνήθως μόνο ένα τμήμα του ανθρώπινου είδους πλήρωνε τις αγορές του με πένες.
Πήγε σε ένα κρεοπωλείο. Βρήκε μια παρέα παιδιών και μίλησε μαζί τους για λίγη ώρα.
Μετά γύρισε στο δρομάκι. Εκεί που ο αστυφύλακας Νόμπς είχε ζωγραφίσει την σιλουέτα του νεκρού στο πάτωμα (την χρωμάτισε, της έβαλε ένα πούρο, ένα μπαστούνι και λίγα δέντρα και θάμνους στο βάθος - περαστικοί είχαν ήδη ρίξει εφτά πένες στο κράνος του). Κοιτούσε για λίγο στα σκουπίδια στην άλλη άκρη του δρόμου, και έκατσε σ" ένα σπασμένο βαρέλι.
«Εντάξει, μπορείτε να βγείτε», είπε στο κενό. «Δεν ήξερα, ότι ακόμη υπάρχουν καλικάντζαροι στον κόσμο».
Κάτι ακούστηκε στα σκουπίδια. Βγήκαν - ο μικροσκοπικός άντρας με το κόκκινο καπέλο, την καμπούρα και την στραβή μύτη, η μικροσκοπική γυναίκα με την κουκούλα και το ακόμη πιο μικροσκοπικό μωρό, ο μικροσκοπικός αστυνομικός, το μικροσκοπικό σκυλί με το λουρί, και ο μικρούλης αλιγάτορας.
Ο δόκιμος Καρότο καθόταν και άκουγε.
«Εκείνος φταιει που το κάναμε.», είπε ο μικροσκοπικός άντρας με εκπληκτικά βαθιά φωνή. «Μας έδερνε. Και τον αλιγάτορα, μάλιστα. Αυτό ήταν το μόνο πράγμα που ήξερε, να δέρνει με βέργες. Και έπαιρνε όλα τα λεφτά που μάζευε ο Τόμπι, το σκυλί και τα έπινε στα μπαρ. Και μετά εμείς φύγαμε, αλλά μας βρήκε στο δρομάκι αυτό και άρχισε να πειράζει την Τζούντι και το μωρό και μετά έπεσε και...»
«Ποιος τον έδειρε πρώτος;», ρώτησε ο Καρότο.
«Όλοι μας!»
«Αλλά όχι πολύ άγρια», είπε ο Καρότο. «Είστε πολύ μικροί. Δεν τον σκοτώσατε. Έχω πολύ ισχυρό μάρτυρα γι" αυτό. Πήγα, λοιπόν, και του έριξα άλλη μια ματιά. Πνίγηκε από κάτι. Τι είναι αυτό;»
Τους έδειξε έναν μικρό δερμάτινο δίσκο.
«Το χρησιμοποιούσε για ν" αλλάζει τη φωνή του», είπε ο μικροσκοπικός αστυνομικός. «Έλεγε, πως οι δικές μας δεν είναι αρκετά αστείες».
«Έτσι συνηθίζεται», είπε αυτή που την έλεγαν Τζούντι.
«Είχε πιαστεί στον λάρυγγά του», είπε ο Καρότο. «Σας συνιστώ να φύγετε από δω. Όσο πιο μακριά μπορείτε».
«Θα μπορούσαμε να παίξουμε θέατρο για τον κόσμο», είπε ο αρχηγός των καλικάντζαρων.
«Ξέρεις... πειραματικό δράμα, θέατρο του δρόμου, τέτοια πράγματα. Όχι να δέρνουμε ο ένας τον άλλον με βέργες...»
«Αυτά τα κάνατε για παιδιά;», ρώτησε ο Καρότο.
«Είπε, πως είναι νέα μορφή διασκέδασης. Είπε, πως θα έπιανε».
Ο Καρότο σηκώθηκε, και πέταξε τον δίσκο στα σκουπίδια.
«Αυτό ποτέ δεν θα αρέσει στον κόσμο», είπε. «Αυτός είναι λάθος δρόμος».
[*] Ο οποίος είναι επίπεδος, και γυρίζει μέσα στο σύμπαν επάνω στην πλάτη μιας τεράστιας χελώνας. Γιατί όχι άλλωστε...
«ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΒΙΑΣ» γράφτηκε αρχικά για το περιοδικό «Bookcase» του W. H. Smith. Η μεγαλύτερη έκδοση αυτή, δημοσιεύτηκε αργότερα στο πρόγραμμα της συνάντησης OryCon 15.
Αυτή την ψηφιακή έκδοση την προσέφερε στο Ίντερνετ ο συγγραφέας, ο οποίος διατηρεί κάθε δικαίωμα αναπαραγωγής, και κάθε άλλο δικαίωμα για αυτήν την ιστορία. Με τα δικά του λόγια: «Δεν θέλω να το δω δημοσιευμένο σε τύπο πουθενά, αλλά δεν με πειράζει να το κατεβάσει ο κόσμος για την δική του απόλαυση».
Ελληνική μετάφραση - Νικόλας Ασλανίδης
The L-Space Web is a creation
of The L-Space Librarians
This mirror
site is maintained by A.H.Davis